- τρισδιάστατος
- üç boyutlu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τρισδιάστατος — η, ο, Ν αυτός που έχει τρεις διαστάσεις, μήκος, πλάτος, ύψος (α. «τρισδιάστατο σχήμα» β. «τρισδιάστατος χώρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + διάστατος (< διΐστημι), πρβλ. πολυ διάστατος] … Dictionary of Greek
τρισδιάστατος — η, ο που έχει τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος): Τρισδιάστατος κινηματογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)